- Σμίνθιος
- -ία, -ον, αρσ. και Ζμίνθιος Α1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Σμίνθιος ή Ζμίνθιοςα) Σμινθεύς*β) (ενν. μήν) ονομασία μήνα τού δωρικού ημερολογίου στη Νίσυρο Λύκτο τής Κρήτης, πιθανώς και στη Ρόδο, ο οποίος αντιστοιχούσε με τον αττικό μήνα Πυανεψιώνα, σημερινό Νοέμβριο2. το θηλ. ἡ Σμινθίαονομασία διαφόρων τόπων προς τιμήν τού Σμινθέως Απόλλωνος3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Σμίνθιαεορτή προς τιμήν τού Σμινθέως Απόλλωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίνθος (βλ. και λ. Σμινθεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.